Οστεοπόρωση

Η οστεοπόρωση είναι η συχνότερη πάθηση των οστών και χαρακτηρίζεται από χαμηλή οστική μάζα οστού καθώς και από διαταραχή της μικροαρχιτεκτονικής δομής των οστών με αποτέλεσμα  τον αυξημένο κίνδυνο εμφάνισης καταγμάτων. Μία στις τρεις γυναίκες μετά την εμμηνόπαυση και ένας στους πέντε άντρες άνω των 50 ετών πάσχουν από οστεοπόρωση. Τα κατάγματα έχουν σημαντική επίπτωση στην ποιότητα ζωής και μειώνουν το προσδόκιμο επιβίωσης των οστεοπορωτικών ασθενών.

Η οστεοπόρωση διακρίνεται σε πρωτοπαθή (μετεμμηνοπαυσιακή οστεοπόρωση και γεροντική οστεοπόρωση) και σε δευτεροπαθή. Η πιο συχνή μορφή οστεοπόρωσης είναι η μετεμμηνοπαυσιακή. Εμφανίζεται σε γυναίκες μετά την εμμηνόπαυση και σχετίζεται με τη μειωμένη παραγωγή οιστρογόνων, που φυσιολογικά παρατηρείται σε αυτή την ηλικία. Η λεγόμενη οστεοπόρωση των ηλικιωμένων εμφανίζεται σε γυναίκες και άνδρες ηλικίας 70 ετών και άνω. Η δευτεροπαθής οστεοπόρωση αναπτύσσεται σε ασθενείς με ορισμένες παθήσεις, όπως είναι π.χ. η ρευματοειδής αρθρίτιδα, ο υπερθυρεοειδισμός, ο υπερπαραθυρεοειδισμός και το σύνδρομο δυσαπορρόφησης. Επίσης δευτεροπαθής οστεοπόρωση μπορεί να εμφανιστεί σε ασθενείς που παίρνουν για μακρό χρονικό διάστημα ορισμένα φάρμακα, όπως είναι τα γλυκοκορτικοειδή (κορτιζόνη).

Οι παράγοντες κινδύνου που καθιστούν ένα άτομο πιο επιρρεπές στην εκδήλωση της νόσου είναι δύο τύπων: οι τροποποιήσιμοι που μπορούν να διορθωθούν μετά από δική μας παρέμβαση και οι μη τροποποιήσιμοι ή προκαθορισμένοι. Στους τροποποιήσιμους ανήκουν  η πτωχή σε ασβέστιο διατροφή, η ανεπαρκής πρόσληψη βιταμίνης D, η πρόωρη εμμηνόπαυση ή η καθυστερημένη εμμηναρχή,  η έλλειψη φυσικής άσκησης, το κάπνισμα, η κατάχρηση αλκοόλ  και το χαμηλό σωματικό βάρος. Στους μη τροποποιήσιμους παράγοντες συμπεριλαμβάνονται η προχωρημένη ηλικία, το γυναικείο φύλο, η καυκάσια φυλή, η κληρονομική προδιάθεση και το ιστορικό κατάγματος.

Συμπτώματα: Η οστεοπόρωση είναι μια σιωπηρή νόσος με αποτέλεσμα να μην παρουσιάζει συμπτώματα για μεγάλο χρονικό διάστημα. Αυτό σημαίνει ότι παρέρχεται μεγάλο χρονικό διάστημα, κατά το οποίο η οστεοπόρωση επιδεινώνεται από πλευράς απώλειας οστικής μάζας και διαταραχής της μικροαρχιτεκτονικής δομής των οστών, μέχρι να εμφανιστεί το πρώτο της σύμπτωμα, που είναι το κάταγμα. Η οστεοπόρωση είναι νόσος όλων των οστών και γι’ αυτό κατάγματα μπορεί να συμβούν σε διάφορες θέσεις του σκελετού, αλλά συνήθως συμβαίνουν στους σπονδύλους, στο ισχίο και στην πηχεοκαρπική. Τα κατάγματα του ισχίου και της πηχεοκαρπικής συμβαίνουν πάντοτε μετά από έναν τραυματισμό χαμηλής ενέργειας, όπως είναι π.χ. η πτώση από την όρθια θέση, ενώ συνοδεύονται πάντοτε από πόνο. Αντίθετα, τα σπονδυλικά κατάγματα συμβαίνουν συχνά χωρίς καν να προηγηθεί τραυματισμός. Απώλεια ύψους και κύφωση αποτελούν όψιμες εκδηλώσεις της οστεοπόρωσης και οφείλονται σε σπονδυλικά κατάγματα.

Διάγνωση: Η διάγνωση της οστεοπόρωσης είναι απλή και γίνεται με την μέτρηση της οστικής πυκνότητας. Η οστική πυκνότητα μετράται με τη φωτονιακή απορροφησιομετρία διπλής ενεργειακής δέσμης (DEXA) και αποτελεί την καθιερωμένη μέθοδο διάγνωσης της οστεοπόρωσης και παρακολούθησης  των οστεοπορωτικών ασθενών. Η μέτρηση της οστικής πυκνότητας γίνεται στην οσφυϊκή μοίρα και στο εγγύς άκρο του μηριαίου οστού.

Θεραπεία: Με τις σύγχρονες θεραπευτικές δυνατότητες  για την οστεοπόρωση μπορεί να επιτευχθεί η αναστολή της επιπλέον οστικής απώλειας, η αύξηση της οστικής μάζας και η μείωση της πιθανότητας κατάγματος. Η επιλογή της θεραπευτικής αγωγής, ο χρόνος έναρξης, με ποια φάρμακα και για ποιο χρονικό διάστημα, είναι κάτι που θα πρέπει να το αποφασίσει ο γιατρός με βάση το ιστορικό, την ηλικία, το φύλο και την βαρύτητα της νόσου. Η χορήγηση των φαρμάκων μπορεί να γίνει με διαφόρους τρόπους. Μερικά χορηγούνται από το στόμα, είτε κάθε ημέρα είτε κάθε εβδομάδα ή μια φορά τον μήνα και άλλα ενέσιμα σε διαστήματα πιο αραιά που μπορεί να είναι κάθε 6 μήνες. Συμπληρώματα ασβεστίου και βιταμίνης D πρέπει να λαμβάνονται μαζι με την θεραπεία για την οστεοπόρωση.