Τα κατάγματα είναι συνήθως αποτέλεσμα κάκωσης από την επίδραση άμεσης ή έμμεσης πλήξης κατά την οποία το οστό θα υποστεί θραύση στο σημείο της πρόσκρουσης (άμεση πλήξη) ή σε απόσταση από το σημείο εφαρμογής της δύναμης (έμμεση πλήξη). Μπορεί ωστόσο να είναι αποτέλεσμα επαναλαμβανόμενης καταπόνησης (κάταγμα κοπώσεως) ή αποτέλεσμα παθολογικής ευθραυστότητας που οδηγεί στην αποδυνάμωσή του και στο λεγόμενο παθολογικό κάταγμα.
Τα κατάγματα σε γενικές γραμμές ταξινομούνται με βάση τον τύπο αλλά και τη θέση τους. Μία γενική ταξινόμηση των καταγμάτων είναι ο διαχωρισμός τους σε: Ανοικτά-Κλειστά, Εγκάρσια – Λοξά – Σπειροειδή, Συντριπτικά – Ρωγμώδη, Πλήρη – Ατελή.
Η θέση και η σοβαρότητα του κατάγματος καθορίζουν τα συμπτώματα αυτού. Αυτά είναι ο πόνος, η δυσχέρεια, η αφύσικη θέση και αδυναμία κίνησης στο σημείο του κατεαγόντος άκρου, η παρουσία τοπικού οιδήματος, η ευαισθησία στην πίεση, η παραμόρφωση, η εκχύμωση και ο κριγμός.
Η διάγνωση γίνεται με το λεπτομερές ιστορικό και την κλινική εξέταση και συμπληρώνεται πάντα με απεικονιστικό έλεγχο. Ο ακτινολογικός έλεγχος θα πρέπει να περιλαμβάνει τις αρθρώσεις κεντρικότερα και περιφερικότερα του κατάγματος για να μην διαφύγουν κακώσεις και οφείλει να είναι πλήρης με όλες τις απαραίτητες προβολές. Επι αμφιβολίας, την διάγνωση μπορεί να συμπληρώσει με εξαιρετική ακρίβεια η αξονική τομογραφία.
Η θεραπεία ενός κατάγματος εξαρτάται από τον τύπο, τη σοβαρότητα και τη θέσης του κατάγματος, καθώς επίσης και την κατάσταση του ασθενούς. Οι θεραπευτικές μέθοδοι που ακολουθούμε σήμερα είναι η κλειστή ανάταξη όπου αυτή είναι απαραίτητη και η ακινητοποίηση σε γύψο ή γυψονάρθηκα καθώς και η χειρουργική θεραπεία που μπορεί να είναι με τη μορφή της ανοικτής ανάταξης κι εσωτερικής οστεοσύνθεσης, η ενδομυελική ήλωση καθώς και η τοποθέτηση εξωτερικής οστεοσύνθεσης.