Παθήσεις ποδός και ποδοκνημικής

Ο βλαισός μέγας δάκτυλος, κοινώς κότσι, αποτελεί μία ανατομική ανωμαλία κατά την οποία επηρεάζεται η πρώτη μεταταρσιοφαλαγγική άρθρωση του ποδιού. Το μεγάλο δάκτυλο αποκλίνει προς τα έξω και ενώ η κεφαλή του πρώτου μεταταρσίου προβάλει προς τα έσω και παρατηρείται αύξηση τόσο της γωνίας που σχηματίζεται μεταξύ του επιμήκους άξονα του 1ου μεταταρσίου και της εγγύς φάλαγγας του μεγάλου δακτύλου όσο και μεταξύ της γωνίας που σχηματίζεται μεταξύ του επιμήκους άξονα του 1ου και του 2ου μεταταρσίου. Η εν λόγω πάθηση θεωρείται μια σύνθετη παραμόρφωση της πρώτης ακτίνας του ποδός που σε αρκετές περιπτώσεις συνοδεύεται από παραμορφώσεις και στα υπόλοιπα δάκτυλα του ποδός κι εκτός από δυσμορφία συχνά προκαλεί πόνο και δυσχέρεια στη χρήση υποδημάτων.

Ο βλαισός μέγας δάκτυλος είναι μια πάθηση που συναντάται συχνότερα στις γυναίκες και η αιτιολογία του είναι πολυπαραγοντική. Η ακριβής αιτιολογία δεν είναι καλά τεκμηριωμένη. Ωστόσο, προδιαθεσικοί παράγοντες θεωρούνται το φύλο (σχεδόν 10 φορές συχνότερα στις γυναίκες) τα στενά υποδήματα με ψηλά τακούνια, η οικογενής προδιάθεση, η ρευματοειδής αρθρίτιδα, η πλατυποδία, κ.α.

Η αντιμετώπιση του βλαισού μεγάλου δακτύλου, όπως και σε άλλες ορθοπαιδικές παθήσεις, σε πρώτο στάδιο είναι μη χειρουργική. Συνήθως προτείνονται φαρδύτερα παπούτσια και άλλα ορθοπαιδικά βοηθήματα και πάτοι.

Σε περίπτωση που με τα συντηρητικά μέτρα ο ασθενής δεν αισθανθεί ανακούφιση ή σε περίπτωση που η παραμόρφωση προοδευτικά αυξάνεται τότε καταφεύγουμε στη χειρουργική θεραπεία. Η επέμβαση δε γίνεται για αισθητικούς λόγους, αλλά μόνο για λειτουργικούς.

Στη βιβλιογραφία έχουν περιγραφεί περισσότερες από 100 διαφορετικές χειρουργικές τεχνικές για να διορθωθεί η εν λόγω πάθηση, με στόχο τη διόρθωση της παραμόρφωσης και κατά συνέπεια την ανακούφιση του ασθενούς από τον πόνο, κάτι που επιτυγχάνεται μόνο με διορθωτικές οστεοτομίες, που συγκρατούνται με υλικά οστεοσύνθεσης σε συνδυασμό με επεμβάσεις στα μαλακά μόρια. Ο ασθενής ακολούθως βαδίζει με τη χρήση ειδικού υποδήματος πρόσθιας αποφόρτισης για χρονικό διάστημα 6-8 εβδομάδων.

Παρότι η χειρουργική διόρθωση εμφανίζει πολύ μεγάλα ποσοστά επιτυχίας υπάρχουν κάποιες σπάνιες επιπλοκές όπως είναι η μετεγχειρητική λοίμωξη (κυρίως όταν συνυπάρχουν παθήσεις όπως ο σακχαρώδης διαβήτης ή αυτοάνοσα νοσήματα όπως η ρευματοειδής αρθρίτιδα), η ανάπτυξη ψευδάρθρωσης στην περιοχή της οστεοτομίας, η υπερδιόρθωση (ραιβός μέγας δάκτυλος) και η ανάπτυξη μετεγχειρητικής δυσκαμψίας των δακτύλων. Για όλους τους ανωτέρω λόγους είναι σημαντικό η χειρουργική επέμβαση να γίνεται με το σωστό και ενδεδειγμένο τρόπο για κάθε ασθενή ώστε να μειωθεί το ποσοστό των παραπάνω αναφερόμενων επιπλοκών. Τεχνικές χωρίς χειρουργικές τομές, με χρήση “laser” και χωρίς χρήση υλικών οστεοσύνθεσης δεν θεωρούνται αξιόπιστες ως προς την αποτελεσματικότητα     τους.

Ο δύσκαμπτος μέγας δάκτυλος (Hallux Rigidus) αποτελεί μία προοδευτικά εξελισσόμενη πάθηση που εκδηλώνεται με δυσκαμψία στο μεγάλο δάκτυλο και σχηματισμό οστεοφύτων, ιδιαίτερα στη ραχιαία επιφάνεια της κεφαλής του πρώτου μεταταρσίου. Με την πάροδο του χρόνου αναπτύσσεται εκφυλιστική αρθρίτιδα της μεταταρσιοφαλαγγικής (ΜΤΦ) άρθρωσης του μεγάλου δακτύλου. Ο ασθενής αισθάνεται πόνο, ο οποίος προκαλείται λόγω πρόσκρουσης στο ραχιαίο οστεόφυτο, λόγω πίεσης από το παπούτσι στα προέχοντα οστεόφυτα καθώς και κατά την κίνηση της άρθρωσης λόγω της ανώμαλης αρθρικής επιφάνειας που χαρακτηρίζει την τελικώς αναπτυσσόμενη αρθρίτιδα.

Αποτελεί την πιο συχνή αιτία αρθρίτιδας στο μεγάλο δάκτυλο και την δεύτερη πιο συχνή πάθηση μετά τον βλαισό μέγα δάκτυλο (κότσι) στο μεγάλο δάκτυλο. Παρατηρείται συχνότερα σε άτομα ηλικίας 30-60 ετών, κατά κύριο λόγο στο γυναικείο φύλο και συχνά είναι αμφοτερόπλευρη πάθηση. Παρότι η πραγματική αιτιολογία της πάθησης δεν είναι γνωστή, έχουν ενοχοποιηθεί παράγοντες όπως η θετική οικογενής προδιάθεση, ο επαναλαμβανόμενος μικροτραυματισμός της άρθρωσης, η ανάπτυξη μετατραυματικής αρθρίτιδας καθώς και ανατομικές παραλλαγές (όπως το επίμηκες πρώτο μετατάρσιο) για τις οποίες όμως δεν υπάρχει απόλυτη βιβλιογραφική τεκμηρίωση.

Η νόσος εξελίσσεται σε στάδια. Κατά το πρώιμο στάδιο παρατηρείται καθόλου η μικρή στένωση του μεσάρθριου διαστήματος και ανάπτυξη μικρού μεγέθους οστεοφύτων με συμπτώματα ήπιου πόνου στην πρώτη μεταταρσιοφαλαγγική άρθρωση. Σε ενδιάμεσο στάδιο αναπτύσσονται μεγαλύτερου μεγέθους ραχιαία οστεόφυτα, μεγαλύτερη στένωση του μεσάρθριου διαστήματος και ο ασθενής αισθάνεται πόνο στις ακραίες θέσεις του εύρους κίνησης της άρθρωσης και συνυπάρχει δυσκαμψία. Σε ασθενείς με προχωρημένο στάδιο αρθρίτιδας παρατηρούνται μεγάλου μεγέθους ραχιαία οστεόφυτα, στένωση του μεσάρθριου διαστήματος σε ποσοστό πάνω από 50% και υπάρχει πόνος καθόλο το εύρος κίνησης της άρθρωσης, το οποίο είναι σημαντικά μειωμένο.

Η διάγνωση γίνεται με την λήψη λεπτομερούς ιστορικού, την κλινική εξέταση και συνήθως απαιτείται και ακτινολογικός έλεγχος.

Θεραπεία

Η θεραπεία στα αρχικά στάδια είναι συντηρητική. Γίνεται προσπάθεια ανακούφισης των συμπτωμάτων με την χρήση αντιφλεγμονωδών φαρμάκων, τροποποίηση των δραστηριοτήτων και ειδική διαμόρφωση των υποδημάτων με αποφυγή της πολύ χαμηλής σόλας αλλά και του ψηλού τακουνιού, ευρύχωρων παπουτσιών με κυρτή σόλα ή και προσθήκη ειδικών εκθεμάτων στο παπούτσι που περιορίζουν την κίνηση της ΜΤΦ άρθρωσης του μεγάλου δακτύλου.

Επί αποτυχίας της συντηρητικής θεραπείας, υπάρχουν διάφορες χειρουργικές θεραπείες που μπορεί να εφαρμοσθούν. Το είδος του χειρουργείου εξαρτάται από το στάδιο της πάθησης, το εύρος κινητικότητας της ΜΤΦ άρθρωσης του μεγάλου δακτύλου, τη δραστηριότητα και τις προσδοκίες του ασθενούς και την εκπαίδευση και τις προτιμήσεις του χειρουργού.

Η ραχιαία χειλεκτομή, με ή χωρίς οστεοτομία της εγγύς φάλαγγας, ενδείκνυται σε ασθενείς με ήπιες ή μέτριες οστεοαρθριτικές αλλοιώσεις με προσβολή της άρθρωσης <50%. Σε ασθενείς με προχωρημένο στάδιο δύσκαμπτου μεγάλου δακτύλου, η αρθρόδεση της 1ης ΜΤΦ άρθρωσης με τη χρήση υλικών οστεοσύνθεσης (πλάκα και βίδες) αποτελεί το χειρουργείο εκλογής με εξαιρετικά αποτελέσματα. Τέλος, υπάρχουν και οι τεχνικές αρθροπλαστικής με εμφυτεύματα, με παρεμβολή αρθρικού θυλάκου και η αρθροπλαστική εκτομής, οι οποίες όμως δεν έχουν την ίδια καλή πρόγνωση με την τεχνική της αρθρόδεσης καθώς εμφανίζουν σημαντικά υψηλότερα ποσοστά αποτυχίας κι επιπλοκών.

Με τον όρο μεταταρσαλγία εννοούμε τον πόνο στην πελματιαία επιφάνεια του προσθίου ποδιού και ειδικά στην περιοχή κάτω από τις κεφαλές των μεταταρσίων. Τα μετατάρσια είναι πέντε οστά που συνδέουν τα οστά του μέσου ποδιού με τις φάλαγγες των δακτύλων του ποδιού. Τα πρόσθια τμήματα των μεταταρσίων οστών που ονομάζονται κεφαλές των μεταταρσίων δέχονται όλο το βάρος του σώματος όταν σηκώνουμε το πόδι μας από το έδαφος για να κάνουμε το επόμενο βήμα κατά τον φυσιολογικό κύκλο της βάδισης. Τα μετατάρσια οστά εμφανίζουν διαφορετική κινητικότητα κατά την κάμψη και έκταση του ποδιού και το δεύτερο μετατάρσιο είναι το λιγότερο κινητό ενώ το πέμπτο το περισσότερο. Το μεγαλύτερο από τα μετατάρσια είναι το πρώτο και είναι αυτό που λαμβάνει και τα περισσότερα φορτία και ακολουθεί το δεύτερο.

Η μεταταρσαλγία είναι σύμπτωμα και όχι πάθηση. Ο πόνος αυτός μπορεί να έχει συγκεκριμένη θέση ή να είναι διάχυτος, σε αυτή όμως την περιοχή. Θεωρείται μια κατεξοχήν πάθηση του γυναικείου φύλου με την αναλογία γυναικών – ανδρών να είναι 4-5:1, λόγω της αυξημένης χρήσης ψηλοτάκουνων ή στενών υποδημάτων. Η μεταταρσαλγία συνοδεύεται πολύ συχνά από υπερκερατώσεις (κάλους) κάτω από τις κεφαλές των μεταταρσίων. Αποτελεί το πλέον συχνό σύμπτωμα πολλών και διαφορετικών παθήσεων με ποικίλη αιτιολογία. Η αιτιολογία μπορεί να οφείλεται σε αρκετές καταστάσεις.

Ενδεικτικά αναφέρονται ορισμένα από τα πλέον συχνά αίτια μεταταρσαλγίας:

  • Μεταταρσαλγία μηχανικής αιτιολογίας: Σε αυτήν οδηγούν οι παραμορφώσεις των δακτύλων, η αστάθεια-εξάρθρημα της μεταταρσοφαλαγγικής άρθρωσης, η δυσαναλογία μήκους μεταξύ των μεταταρσίων (αυξημένο μήκος 2ου μεταταρσίου), η κοιλοποδία (όπως σε πάσχοντες από πολυνευροπάθεια Charcot-Marie-Tooth), η ραιβοϊπποποδία, η σφυροδακτυλία-γαμψοδακτυλία-κλινοδακτυλία, βράχυνση του μεγάλου δακτύλου (συνήθως μετά από αποτυχημένη επέμβαση για βλαισό μέγα δάκτυλο), χρήση μη ορθών υποδημάτων (ιδίως σε γυναίκες που φορούν στενά υποδήματα με τακούνια) και η μεταφερομένη μεταταρσαλγία η οποία είναι συχνή στον βλαισό μεγάλο δάκτυλο (κότσι) καθώς και στον δύσκαμπτο μεγάλο δάκτυλο.
  • Μεταταρσαλγία αρθριτικής αιτιολογίας: Σε αυτής οδηγούν οι αρθροπάθειες, όπως εκφυλιστική οστεοαρθρίτιδα, οι φλεγμονώδους αιτιολογίας αρθρίτιδες (ρευματοειδής αρθρίτιδα), οι οροαρνητικές φλεγμονώδεις αρθρίτιδες και οι κρυσταλλοπάθειες (ουρική αρθρίτιδα).
  • Τα μεσοδακτύλια νευρώματα αποτελούν συχνά αιτία μεταταρσαλγίας, με πολύ σύνηθες το νεύρωμα Μοrton, το οποίο απαντάται συχνότερα στο τρίτο μεσοδακτύλιο διάστημα (μεταταρσαλγία Morton).
  • Σύνδρομα υπέρχρησης και μεταταρσαλγία: Εμφανίζεται συνήθως σε αθλητές υψηλών απαιτήσεων (δρομείς μεσέων αποστάσεων και μαραθωνοδρόμοι) αλλά και σε ερασιτέχνες με λανθασμένη τεχνική τρεξίματος ή υπερβολική αύξηση στο φορτίο ή τη συχνότητα των προπονήσεών τους. Το τελικό στάδιο ενός συνδρόμου υπέρχησης είναι το κάταγμα κόπωσης του μεταταρσίου, το οποίο αποτελεί ένα ρωγμώδες κάταγμα σε ένα από τα μετατάρσια, συνηθέστερα στο 2ο αλλά και στο 3ο μετατάρσιο.
  • Νόσος του Freiberg: Σπάνια νόσος στην οποία έχουμε εμφάνιση οστεονέκρωσης του δευτέρου μεταταρσίου και εμφανίζεται συνήθως σε κορίτσια εφηβικής ηλικίας.
  • Παχυσαρκία: H απότομη αύξηση του σωματικού βάρους ή η χρόνια εφαρμογή μεγάλου σωματικού βάρους στα πέλματα δημιουργεί συνθήκες επιδείνωσης του προβλήματος, δυσχεραίνοντας τη βάδιση.
  • Σακχαρώδης Διαβήτης: Νόσος που βλάπτει τα μικρά αγγειακά στελέχη των νεύρων με αποτέλεσμα την διαταραχή αυτών και την δημιουργία μεταταρσαλγίας.
  • Η ηλικία: Με την πάροδο του χρόνου “λεπταίνει” το προστατευτικό μαξιλαράκι που βρίσκεται στο κάτω μέρος του ποδιού( plantar plate) με αποτέλεσμα τα μετατάρσια να είναι περισσότερο ευάλωτα σε τραυματισμούς.

Η διάγνωση περιλαμβάνει λήψη λεπτομερούς ιστορικού σε συνδυασμό με προσεκτική κλινική εξέταση. Σε ορισμένες περιπτώσεις μπορεί να χρειαστούν περαιτέρω εξετάσεις όπως ακτινογραφία ή μαγνητική τομογραφία.

Η θεραπεία της μεταταρσαλγίας εξαρτάται από την αιτιολογία, την χρονιότητα ,την βαρύτητα των συμπτωμάτων ,την ηλικία και τον τρόπο ζωής του ασθενούς.

Συντηρητική Αντιμετώπιση: Περιλαμβάνει συνήθως ανάπαυση, αναλγητικά χάπια και τη χρήση ειδικών εξατομικευμένων ορθωτικών πελμάτων, τα οποία κατανέμουν τα φορτία που ασκούνται στο βάδισμα.

Η χειρουργική θεραπεία αφορά κυρίως τη μεταταρσαλγία μηχανικής αιτιολογίας και στοχεύει στην διόρθωση των ανατομικών ανωμαλιών.

  • Τενοντοπάθεια Αχιλλείου τένοντα
  • Ανεπάρκεια Οπισθίου Κνημιαίου τένοντα (επίκτητη βλαισοπλατυποδία)
  • Διαστρέμματα Ποδοκνημικής Άρθρωσης
  • Αστάθεια Ποδοκνημικής Άρθρωσης
  • Κατάγματα Ποδός και Ποδοκνημικής
  • Κοιλοποδία
  • Επικουρικό Σκαφοειδές
  • Σύνδρομο Ταρσιαίου Σωλήνα
  • Πελματιαία Απονευρωσίτιδα
  • Συνοστεώσεις οστών ταρσού